- ψυχαγώγιον
- (I)και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α [ψυχαγωγός]τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τούς ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο.————————(II)και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α1. οπή μέσω τής οποίας εισέρχεται ψυχρός αέρας στα μεταλλεία2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) δεξαμενή νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῦχος + -αγώγιον / -εῖον (< -αγωγός < ἄγω)].
Dictionary of Greek. 2013.